усваивать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

усваивать - translation to Αγγλικά


усваивать      
усвоить
v.
assimilate, master, become familiar (with)
усваивать      
internalize         
CONCEPT IN DIFFERENT DISCIPLINES (E.G. SOCIOLOGY, PSYCHOLOGY, ECONOMICS)
Internalize; Internalise; Internalisation; Internalized; Internalizes; Internalizing; Internalises; Internalised; Internalising; Internalizer; Internalizers; Internaliser; Internalisers

[in'tə:nəlaiz]

глагол

общая лексика

усваивать и пр.

Ορισμός

усваивать
несов. перех.
1) а) Делать своим, свойственным, присущим себе.
б) Воспринимать, перенимая что-л. от кого-л.
2) а) Запоминать, выучивать, осваивать, поняв что-л., разобравшись в чем-л.
б) Прочно овладевать чем-л. (навыками, умением что-л. делать).
3) Поглощая, перерабатывать, растворять в себе (пищу, лекарства и т.п.).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για усваивать
1. А вот растительное масло помогает усваивать кальций.
2. Девочка перестала усваивать то, что рассказывает учитель.
3. Ухудшаются память и способность усваивать новую информацию.
4. Овен Вы будете очень хорошо усваивать информацию.
5. Ухудшается память и способность усваивать новую информацию.
Μετάφραση του &#39усваивать&#39 σε Αγγλικά